- κυρτεία
- κυρτ-εία, ἡ,A fishing with the κύρτη, Ael.NA12.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυρτεία — κυρτείᾱ , κυρτεία fishing with the fem nom/voc/acc dual κυρτείᾱ , κυρτεία fishing with the fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτεία — η (Α κυρτεία) αλιεία με κύρτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυρτεύω ή, αναλογικά, κατά το αλιεία] … Dictionary of Greek